καυσόχειρ

καυσόχειρ
καυσόχειρ, -ος, ὁ (Μ)
αυτός που έχει καμένο το χέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καυσ- τού καίω (πρβλ. καύσ-η, -καυσ-α), + -χειρ (< χείρ), πρβλ. αριστερό-χειρ, αυτό-χειρ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”